- αλλοφροσύνη
- η (Α ἀλλοφροσύνη) [ἀλλόφρων]νεοελ. διατάραξη τών φρένων, παραφροσύνηαρχ.1. διχογνωμία, αμφισβήτηση2. κατάσταση αφηρημάδας, σύγχυση τού νου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀλλοφροσύνη — absence fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλλοφροσύνη — η η κατάσταση του αλλόφρονα, παραφροσύνη: Οι άνθρωποι έτρεχαν εδώ κι εκεί· θαρρούσες πως τους είχε πιάσει αλλοφροσύνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀλλοφροσύνην — ἀλλοφροσύνη absence fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλλόφρων — ( ονος), ον (Α ἀλλόφρων) νεοελλ. αυτός που είναι υπερβολικά ταραγμένος, εκτός εαυτού, έξαλλος αρχ. αυτός που σκέπτεται διαφορετικά, που έχει διαφορετική γνώμη. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετη λ. τής οποίας το ά συνθετικό συνδέεται με τη λ. ἄλλος (αιολ.,… … Dictionary of Greek
φρένιασμα — το, ατος μανία, αλλοφροσύνη, εξαγρίωση, βούρλισμα, μάνιωμα, λύσσιασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)